Μας φτάνει μόνο
μας φτάνει μόνο ένα κύμα στ’ ακρογιάλι
κι ένα σπιτάκι
κι ένα σπιτάκι φτωχικό στην αμμουδιά
Μας φτάνει μόνο
μας φτάνει μόνο η θερμή μας η αγκάλη
κι η αγάπη μας
π’ ανθίζει στην καρδιά
Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να ζήσω
μακρυά απ’ του νησιού μας τα νερά
τρεχαντηράκια να μην αντικρίζω
και γλάρων τα κατάλευκα φτερά
Ποτέ μου δεν επόθησα να πάω
σε μέρη μακρινά κι εξωτικά
Μου φτάνει μόνο εσένα ν’ αγαπάω
να σ’ έχω στην καρδιά μου στοργικά
Μας φτάνει μόνο
μας φτάνει μόνο ένα κύμα στ’ ακρογιάλι
κι ένα σπιτάκι
κι ένα σπιτάκι μοναχό στην αμμουδιά
Μας φτάνει μόνο
μας φτάνει μόνο η θερμή μας η αγκάλη
κι η αγάπη μας
π’ ανθίζει στην καρδιά
bonus:
Το τραγούδι ‘Μας φτάνει μόνο’, ακούστηκε στην Έξοδο του Πλούτου του Αριστοφάνη που ανέβηκε στην Ελλάδα το 2013.
Παρακάτω υπάρχει η Παράβαση που έγραψε ο Νιόνιος, για τον Πλούτο -την μόνη Παράβαση που ο Αριστοφάνης δεν συμπεριέλαβε στις κωμωδίες του.
Η ΠΑΡΑΒΑΣΗ από τον Πλούτο του Σαββόπουλου 2013.
«Ποιος θέλει μες στο πάρτι να ακούει τα δυσάρεστα;»
«Αγαπημένοι, νανουρισμένοι εσείς, ασπάζομαι τα μαγουλάκια σας, γιατί ευχάριστα τα νέα που κομίζω θα χαϊδέψουνε τα αυτάκια σας όπως το παραμύθι. Μα είναι όλα αλήθεια; Ο πλούτος θα ξεστραβωθεί, θα γίνουμε όλοι πλούσιοι, σαν τον Μίδα πάμπλουτοι και με αυτιά γαϊδάρου. Ολυμπιάδα στην Αθήνα θα οργανώσουμε και η Ελλάδα πρωταθλήτρια το κύπελλο θα υψώσει. Θα θριαμβεύσουμε εμείς ως και στη Γιουροβίζιον. Ξεχείλισε το κέρας της Αμάλθειας. Τα σούσι θα βαφτίζουμε μέσα σε μολτ ουίσκι. Σουσίτια και παφ και πουφ τα πούρα στον οίκο των μικροαστών. Ο γείτονας με διακοποδάνειο στην άδειά του στο Μπαλί θα πάει… λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στην Παράβασή του και συνεχίζει: Ηταν σκληρός σκληρότατος ο δρόμος μέχρι τώρα. Πόλεμοι κι εμφύλιοι, χούντα και ματζιριά, με τραγούδια για τη φτώχεια και τη λευτεριά. Μα τώρα δικαιώνεσαι, ανοίγονται προοπτικές και μεζονέτες χτίζονται, δυο τζάκια η καθεμία και όλοι με τζιπ αγέρωχα, το πώς φιλούσε υπέροχα εκείνος ο Ιούδας, στις πλαζ τις μυκονιάτικες από τα ναρκωτικά του ήλιου σωριασμένοι στην άμμο, μπεστ σέλερ θα διαβάζουμε γυμνοί κι ηλιοκαμένοι.
Ο κόσμος εξαϋλώνεται, το μέλλον έχει φύγει, τους τεύκτονες αφήστε τους να φτιάχνουνε μπουλόνια. Εμείς αυτό που είμαστε θα είμαστε για πάντα. Με το δημόσιο πλάι μας κι άλλοι θα μας πληρώνουν. Αυτό είναι το δίλημμα. Το φλας της νέας Ελλάδας σε όλο τον κόσμο ας απλωθεί κι Αγγελος Εξάγγελος εγώ το μεταφέρω. Πλουτοκράτες όλων των χωρών ενωθείτε. Ζήστε τον μύθο, Ελληνες. Θα γίνουμε όλοι πλούσιοι.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Κι εσείς γιατί με πιστεύετε; Δεν βλέπετε τριγύρω; Μα δεν κοιτάτε μέσα σας;
Τα νέα που σας έφερα και χάιδεψαν τ’ αυτιά απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια. Εγώ για την αγάπη σας και για την εύνοιά σας, τα προσπερνούσα μερικά. Σας έλεγα τα ωραία. Μα κι όταν πήγα να σας πω τα πράγματα όπως είναι, να γράψω στίχους για όλα αυτά που μέσα μου φοβάμαι ότι θα έρθουν, κανένας δε με πίστεψε. Μου ρίξαν πέτρες. Ποιος θέλει μες στο πάρτι να ακούει τα δυσάρεστα;
Κανείς δεν θέλησε να δει ότι με χρήμα δανεικό από τον Πέρση βασιλιά θα καταντούσαν οι Ελληνες ικέτες μες στα Σούσα με υποπόδια των βαρβάρων. Οϊμέ γλυκοφαγώματα, πικροχεσίματα. Αυτός ο πλούτος θα μας καταστρέψει. Ετσι και ξαναβρεί το φως του θα χάσουμε εμείς το δικό μας.
Τα δόντια μας θα αλέθουν την τροφή και πάλι θα πεινάμε. Θα πίνουμε και δεν θα ξεδιψάμε. Και την υπέρτατη χαρά, αυτήν της δημιουργίας που σαν κι αυτήν πιο συναρπαστική στον κόσμο δεν θα βρούμε, εμείς δεν θα τη ζούμε; Αν η ζωή είναι αυτοσκοπός, αν είναι ο βίος φιλοτομάρι, πώς να μη γίνουμε αρκούδες εμείς κι ο πλούτος αρκουδιάρης…»