Πότε μες τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθουμαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
Κόκκινα σαν βάλεις αδελφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να `χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και τη καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις κλέψει
Πότε μες τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθομαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου Ι
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
Κόκκινα σαν βάλεις αδελφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να `χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και τη καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις κλέψει
Με ποιόν τα ‘χεις, συνάχι μου, αμάν, αμάν και πας να καθαρίσεις
τη ιδική σου θίξανε και πας να εγκληματίσεις.
Κοίτα καλά συνάχι μου, αμάν, αμάν, που πάντα ξεσπαθώνεις,
εκεί π’ανακατέβεσαι, συνάχη μου, μπέσα ποτέ μη δώκεις.
Το πουλασιλίκι σου, αμάν, αμάν και πάψε το συνάχι
και δεν ανακατέβομαι, συνάχη μου, σε οτι κι αν σου λάχει.
Συναχωμένος μου ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου από πέρα
και μεσ’στα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μιά δίκοπη μαχαίρα.
Ηχογραφήθηκε 1934. Σύνθεση κι ερμηνεία του Μάρκου Βαμβακάρη. «Συνάχης» είναι ο μουτρωμένος, ο θυμωμένος αλλά και ο μαστουρωμένος. Ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο βιβλίο του «Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα» υποστηρίζει πως το τραγούδι αυτό το έγραψε ο Μάρκος θέλοντας να σατιρίσει το Νίκο Μάθεση με τον οποίον ήταν στα «μαχαίρια». Ορχήστρα με μπουζούκι, κιθάρα και κομπολόι σε ποτήρι. Δίσκος HMV AO 2185.